- ἀπροσεξίας
- ἀπροσεξίᾱς , ἀπροσεξίαwant of attentionfem acc plἀπροσεξίᾱς , ἀπροσεξίαwant of attentionfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
невъниманиѥ — НЕВЪНИМАНИ|Ѥ (6*), ˫А с. Невнимание, беспечность: и къ игѹменѹ възирати. и пѣти себе. и гѹдити своѥ невъниманиѥ. дондеже игѹмене прощениѥ полѹчить. УСт XII/XIII, 215; и небрежениѥмь своѥго невнимани˫а исходить ѿ ˫арьма. блгоч(с)ть˫а. (τῆς… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
λιπογραφία — η η εξ αμελείας ή απροσεξίας παράλειψη γράμματος ή συλλαβής κατά την γραφή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lipography (< λιπ(ο) * + γραφή)] … Dictionary of Greek
σκεδάννυμι — και σκεδαννύω ΜΑ 1. σκορπίζω, διασκορπίζω, διασπείρω (α. «λαὸν μὲν σκέδασεν κατὰ νῆας», Ομ. Ιλ. β. «οἱ δὲ αὐτῶν... ἐσκεδάσθησαν ἀνὰ τὰς πόλιας», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με άψυχα ή με καταστάσεις) διαλύω (α. «τὴν ἐξ ἀπροσεξίας σκότωσίν μοι...… … Dictionary of Greek
σκότωσις — ώσεως, ἡ, ΜΑ [σκοτῶ (III)] μτφ. α) πνευματική ή ψυχική σύγχυση, πλάνη («τὴν ἐξ ἀπροσεξίας σκότωσίν μοι... ἐπισκήψασαν», Μηναί.) β) θάμπωμα («τοσαύτη ἡ τῆς ἁμαρτίας σκότωσις», Ιωάνν. Χρυσ.) αρχ. 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκοτῶ* (III),… … Dictionary of Greek
ЕВДОКИЯ — [греч. Εὐδοκία] († ок. 160 170), прмц. (пам. 1 марта). По происхождению и вере самарянка, Е. жила в Гелиополе в Финикии (ныне Баальбек, Ливан). В правление имп. Траяна (98 117) она, будучи блудницей, собрала благодаря своей необыкновенной красоте … Православная энциклопедия